κοκκοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kokkothraystis
|Transliteration C=kokkothraystis
|Beta Code=kokkoqrau/sths
|Beta Code=kokkoqrau/sths
|Definition=ου, ὁ, glossed <b class="b3">ὄρνις ποιός</b>, perh.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grosbeak</b>, Hsch.</span>
|Definition=κοκκοθραύστου, ὁ, glossed <b class="b3">ὄρνις ποιός</b>, perhaps[[grosbeak]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκοθραύστης''': -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, [[εἶδος]] πτηνοῦ, «[[ὄρνις]] ποιὸς» Ἡσύχ.
|lstext='''κοκκοθραύστης''': -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, [[εἶδος]] πτηνοῦ, «[[ὄρνις]] ποιὸς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α κοκκοθραύοτης)<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκοθραύστης Medium diacritics: κοκκοθραύστης Low diacritics: κοκκοθραύστης Capitals: ΚΟΚΚΟΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kokkothraústēs Transliteration B: kokkothraustēs Transliteration C: kokkothraystis Beta Code: kokkoqrau/sths

English (LSJ)

κοκκοθραύστου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perhapsgrosbeak, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c

Greek (Liddell-Scott)

κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].