αὐθύπαρκτος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afthyparktos | |Transliteration C=afthyparktos | ||
|Beta Code=au)qu/parktos | |Beta Code=au)qu/parktos | ||
|Definition= | |Definition=αὐθύπαρκτον, [[self-subsistent]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. [[ἕνωσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του. | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>für sich [[bestehend]], [[selbständig]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐθύπαρκτον, self-subsistent, Hsch. Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. ἕνωσις.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
•consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.
German (Pape)
für sich bestehend, selbständig, Sp.