ἐξιπωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksipotikos
|Transliteration C=eksipotikos
|Beta Code=e)cipwtiko/s
|Beta Code=e)cipwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit for squeezing out, expressive</b>, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.</span>
|Definition=ἐξιπωτική, ἐξιπωτικόν, [[fit for squeezing out]], [[expressive]], φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
|lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξιπωτικός]], -ή, -όν (Α) [[εξιπώ]]<br />[[καθαρτικός]] («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑπωτικός Medium diacritics: ἐξιπωτικός Low diacritics: εξιπωτικός Capitals: ΕΞΙΠΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exipōtikós Transliteration B: exipōtikos Transliteration C: eksipotikos Beta Code: e)cipwtiko/s

English (LSJ)

ἐξιπωτική, ἐξιπωτικόν, fit for squeezing out, expressive, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, zum Ausdrücken, Reinigen gehörig, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιπωτικός: -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, καθαρτικός, ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.

Greek Monolingual

ἐξιπωτικός, -ή, -όν (Α) εξιπώ
καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).