συρμιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrmistir | |Transliteration C=syrmistir | ||
|Beta Code=surmisth/r | |Beta Code=surmisth/r | ||
|Definition= | |Definition=συρμιστῆρος, ὁ, [[one who sells shavings]], etc., [[for firing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
συρμιστῆρος, ὁ, one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομιστήρ].