πολύκλαδος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠκλᾰδος
|Full diacritics=πολῠ́κλᾰδος
|Medium diacritics=πολύκλαδος
|Medium diacritics=πολύκλαδος
|Low diacritics=πολύκλαδος
|Low diacritics=πολύκλαδος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyklados
|Transliteration C=polyklados
|Beta Code=polu/klados
|Beta Code=polu/klados
|Definition=ον, = [[πολυκλαδής]] ([[with many branches]]), Thphr. ''HP'' 1.3.1, Dsc. 1.97, Gal. 14.66.
|Definition=πολύκλαδον, = [[πολυκλαδής]] ([[with many branches]]), Thphr. ''HP'' 1.3.1, Dsc. 1.97, Gal. 14.66.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλαδος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κλαδιά, [[πολλά]] κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη [[επιχείρηση]]» β. «πολύκλαδη [[επιστήμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλάδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλάδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>κλαδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλαδος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κλαδιά, [[πολλά]] κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη [[επιχείρηση]]» β. «πολύκλαδη [[επιστήμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλάδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλάδος]]), [[πρβλ]]. [[ολιγόκλαδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλᾰδος Medium diacritics: πολύκλαδος Low diacritics: πολύκλαδος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΑΔΟΣ
Transliteration A: polýklados Transliteration B: polyklados Transliteration C: polyklados Beta Code: polu/klados

English (LSJ)

πολύκλαδον, = πολυκλαδής (with many branches), Thphr. HP 1.3.1, Dsc. 1.97, Gal. 14.66.

German (Pape)

[Seite 664] vielästig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 1· οὕτω, πολυκλαδής, ές, αὐτόθι 1. 5. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκλαδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλάδος (< κλάδος), πρβλ. ολιγόκλαδος].