μελανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanopoios
|Transliteration C=melanopoios
|Beta Code=melanopoio/s
|Beta Code=melanopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">blackening</b>, Hsch. s.v. [[μελαινάων]].</span>
|Definition=μελανοποιόν, [[blackening]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μελαινάων]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοποιός]], -όν (Α) [[μέλας]], -<i>ανος</i>]<br />[[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>μελαινάων</i>) αυτός που καθιστά [[κάτι]] μαύρο, που μαυρίζει [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοποιός Medium diacritics: μελανοποιός Low diacritics: μελανοποιός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melanopoiós Transliteration B: melanopoios Transliteration C: melanopoios Beta Code: melanopoio/s

English (LSJ)

μελανοποιόν, blackening, Hsch. s.v. μελαινάων.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz machend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοποιός: -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.

Greek Monolingual

μελανοποιός, -όν (Α) μέλας, -ανος]
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μελαινάων) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι.