κορυμβάς: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvas | |Transliteration C=korymvas | ||
|Beta Code=korumba/s | |Beta Code=korumba/s | ||
|Definition= | |Definition=κορυμβάδος, ἡ, ([[κόρυς]]) [[string running round a net]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
κορυμβάδος, ἡ, (κόρυς) string running round a net, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβάς: -άδος, ἡ, (κόρυς), σχοινίον περιθέον τὸ δίκτυον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορυμβάς, -άδος, ἡ (Α) κόρυμβος
το σχοινί που βρίσκεται γύρω γύρω στην άκρη του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το δίχτυ.
German (Pape)
άδος, ἡ, die Schnur am Rande des Netzes, mit der man dieses zusammenzieht, Hesych.