νακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nakodaimon
|Transliteration C=nakodaimon
|Beta Code=nakodai/mwn
|Beta Code=nakodai/mwn
|Definition=ονος, ὁ, = sq., with a play on <b class="b3">κακοδαίμων</b>, <span class="bibl">Ath.8.352b</span>.
|Definition=-ονος, ὁ, = [[νακοδέψης]] ([[currier]]), with a play on [[κακοδαίμων]], Ath. 8.352b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νᾰκοδαίμων''': ὁ, = τῷ ἑπομ., [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[κακοδαίμων]], Ἀθήν. 352Β.
|lstext='''νᾰκοδαίμων''': ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[κακοδαίμων]], Ἀθήν. 352Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νακοδαίμων]], ὁ (Α)<br />[[νακοδέψης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάκη]] / [[νάκος]] «[[προβιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]], λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει [[λογοπαίγνιο]] με τη λ. [[κακοδαίμων]].
|mltxt=[[νακοδαίμων]], ὁ (Α)<br />[[νακοδέψης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάκη]] / [[νάκος]] «[[προβιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]], λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει [[λογοπαίγνιο]] με τη λ. [[κακοδαίμων]].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾰκοδαίμων Medium diacritics: νακοδαίμων Low diacritics: νακοδαίμων Capitals: ΝΑΚΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: nakodaímōn Transliteration B: nakodaimōn Transliteration C: nakodaimon Beta Code: nakodai/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, = νακοδέψης (currier), with a play on κακοδαίμων, Ath. 8.352b.

German (Pape)

[Seite 228] ονος, mit komischer Anspielung auf κακοδαίμων, Ath. XIII, 359 b.

Greek (Liddell-Scott)

νᾰκοδαίμων: ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κακοδαίμων, Ἀθήν. 352Β.

Greek Monolingual

νακοδαίμων, ὁ (Α)
νακοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «προβιά» + δαίμων, λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο με τη λ. κακοδαίμων.