Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμορφωτής: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamorfotis
|Transliteration C=anamorfotis
|Beta Code=a)namorfwth/s
|Beta Code=a)namorfwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, Hsch. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sub verbo|s.v.]] [[εἰδοποιός]].</span>
|Definition=ἀναμορφωτοῦ, ὁ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[εἰδοποιός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[que da nueva forma]] Hsch.s.u. [[εἰδοποιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμορφωτής''': ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «[[εἰδοποιός]]».
|lstext='''ἀναμορφωτής''': ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «[[εἰδοποιός]]».
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[que da nueva forma]] Hsch.s.u. [[εἰδοποιός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀναμορφωτής]]) (Ν θηλ. -ώτρια)<br />αυτός που επιφέρει [[αναμόρφωση]], που αναμορφώνει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «[[ειδοποιός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναμορφώ</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].
|mltxt=ο (Α [[ἀναμορφωτής]]) (Ν θηλ. -ώτρια)<br />αυτός που επιφέρει [[αναμόρφωση]], που αναμορφώνει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «[[ειδοποιός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναμορφώ</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμορφωτής Medium diacritics: ἀναμορφωτής Low diacritics: αναμορφωτής Capitals: ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ
Transliteration A: anamorphōtḗs Transliteration B: anamorphōtēs Transliteration C: anamorfotis Beta Code: a)namorfwth/s

English (LSJ)

ἀναμορφωτοῦ, ὁ, Hsch. s.v. εἰδοποιός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ que da nueva forma Hsch.s.u. εἰδοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμορφωτής: ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «εἰδοποιός».

Greek Monolingual

ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. -ώτρια)
αυτός που επιφέρει αναμόρφωση, που αναμορφώνει
αρχ.
κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].