μελίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melirrytos
|Transliteration C=melirrytos
|Beta Code=meli/rrutos
|Beta Code=meli/rrutos
|Definition=ον, = [[μελίρροος]] ([[flowing with honey]]), κρῆναι Pl. ''Ion'' 534b.
|Definition=μελίρρυτον, = [[μελίρροος]] ([[flowing with honey]]), κρῆναι Pl. ''Ion'' 534b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui laisse couler le miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[honigströmend]], [[honigfließend]]</i>; [[κρῆναι]], Plat. <i>Ion</i> 534a; Nonn. vom [[Manna]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελίρρῠτος:''' [[струящий мед]], [[текущий медом]] ([[κρῆναι]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίρρῠτος''': -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
|lstext='''μελίρρῠτος''': -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui laisse couler le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]], [[αλίρρυτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίρρῠτος:''' струящий мед, текущий медом ([[κρῆναι]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat.
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

μελίρρυτον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

German (Pape)

honigströmend, honigfließend; κρῆναι, Plat. Ion 534a; Nonn. vom Manna.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
honey-flowing, Plat.