διάδικος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadikos | |Transliteration C=diadikos | ||
|Beta Code=dia/dikos | |Beta Code=dia/dikos | ||
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch. | |Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[parte contraria]], [[adversario]] en un litigio <i>Cod.Iust</i>.3.10.1.1, Bass.<i>Suppl</i>.p.45.29, Iust.<i>Edict</i>.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ [[δήμιος]] αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.537A, cf. <i>MAMA</i> 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ. | |lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Prozessierende]]</i>, Hesych.; <i>der [[Gegner]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.
German (Pape)
ὁ, der Prozessierende, Hesych.; der Gegner, Sp.