μιμιχμός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mimichmos
|Transliteration C=mimichmos
|Beta Code=mimixmo/s
|Beta Code=mimixmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">neighing of horses</b>, Hsch.; cf. <b class="b3">μιμάξασα</b>.</span>
|Definition=ὁ, [[neighing of horses]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[μιμάξασα]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0187.png Seite 187]] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''μιμιχμός''': ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ [[μιμάξασα]] (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».
}}
{{grml
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῦ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμιχμός Medium diacritics: μιμιχμός Low diacritics: μιμιχμός Capitals: ΜΙΜΙΧΜΟΣ
Transliteration A: mimichmós Transliteration B: mimichmos Transliteration C: mimichmos Beta Code: mimixmo/s

English (LSJ)

ὁ, neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».

Greek Monolingual

μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].