τρίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trifonos
|Transliteration C=trifonos
|Beta Code=tri/fwnos
|Beta Code=tri/fwnos
|Definition=ον, (φωνή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three-voiced</b>, Id. s.v. [[τριφάσιοι]].</span>
|Definition=τρίφωνον, ([[φωνή]]) [[three-voiced]], Id. [[sub verbo|s.v.]] [[τριφάσιοι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων [[τρεῖς]] φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
|lstext='''τρίφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων [[τρεῖς]] φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[μελωδία]]) αυτός που εκτελείται από [[τρεις]] φωνές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρίφωνη [[συγχορδία]]»<br /><b>μουσ.</b> [[συγχορδία]] αποτελούμενη από [[τρεις]] φθόγγους, έναν [[θεμέλιο]] και την [[τρίτη]] και την πέμπτη αρμονική του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ἡμίφωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφωνος Medium diacritics: τρίφωνος Low diacritics: τρίφωνος Capitals: ΤΡΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tríphōnos Transliteration B: triphōnos Transliteration C: trifonos Beta Code: tri/fwnos

English (LSJ)

τρίφωνον, (φωνή) three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.

German (Pape)

[Seite 1149] dreistimmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμίφωνος].