πυρπολητής: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrpolitis | |Transliteration C=pyrpolitis | ||
|Beta Code=purpolhth/s | |Beta Code=purpolhth/s | ||
|Definition= | |Definition=πυρπολητοῦ, ὁ, gloss on [[πυρεύς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
πυρπολητοῦ, ὁ, gloss on πυρεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, bei Hesych. Erkl. von πυρεύς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. πυρπολήτρια Ν πυρπολῶ
αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστής
νεοελλ.
1. ναυτ. κυβερνήτης ή ναύτης πυρπολικού, αλλ. μπουρλοτιέρης
2. στον πληθ. οι πυρπολητές
ιδιαίτερη τάξη πλοιάρχων και ναυτών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία ασχολούνταν με την προετοιμασία και τη χρήση τών πυρπολικών.