ἀρτίδροπος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artidropos
|Transliteration C=artidropos
|Beta Code=a)rti/dropos
|Beta Code=a)rti/dropos
|Definition=ον, = [[ἀρτιδρεπής]] ([[just plucked]]), v. [[ἀρτίτροπος]].
|Definition=ἀρτίδροπον, = [[ἀρτιδρεπής]] ([[just plucked]]), v. [[ἀρτίτροπος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου.
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, [[ἀρτίτροπος]], <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρτίδροπος:''' досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. [[ἀρτίτροπος]]).
|elrutext='''ἀρτίδροπος:''' досл. [[недавно сорванный]], перен. [[обесчещенный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀρτίτροπος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄρτιος]], [[δρέπω]]<br />[[ready]] for plucking, of [[tender]] age, Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἄρτιος]], [[δρέπω]]<br />[[ready]] for [[pluck]]ing, of [[tender]] age, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίδροπος Medium diacritics: ἀρτίδροπος Low diacritics: αρτίδροπος Capitals: ΑΡΤΙΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: artídropos Transliteration B: artidropos Transliteration C: artidropos Beta Code: a)rti/dropos

English (LSJ)

ἀρτίδροπον, = ἀρτιδρεπής (just plucked), v. ἀρτίτροπος.

Spanish (DGE)

-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.

Greek Monotonic

ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτίτροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v.l. ἀρτίτροπος).

Middle Liddell

ἄρτιος, δρέπω
ready for plucking, of tender age, Aesch.