λύκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykios
|Transliteration C=lykios
|Beta Code=lu/kios
|Beta Code=lu/kios
|Definition=<b class="b3">κολοιοῦ εἶδος</b>, Hsch.; cf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> λύκος <span class="bibl">11</span>.</span>
|Definition=κολοιοῦ εἶδος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λύκος]] ''ΙΙ''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0069.png Seite 69]] ὁ, eine Dohlenart, zw.
}}
{{ls
|lstext='''λύκιος''': ὁ, [[εἶδος]] κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λύκιος]], -ία, -ον) [[Λυκία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Λυκία]] ή προέρχεται από τη [[Λυκία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Λύκιος</i>, η [[Λυκία]]<br /><i>ο</i>, η [[κάτοικος]] της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο [[τμήμα]] της Μικράς Ασίας, [[μεταξύ]] της Καρίας και της Παμφυλίας<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λύκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφέψημα]] από αυτό το [[φυτό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] κολοιού»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λύκιον]] τὸ ἰνδικόν» — το [[φυτό]] [[λογχίτις]].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκιος Medium diacritics: λύκιος Low diacritics: λύκιος Capitals: ΛΥΚΙΟΣ
Transliteration A: lýkios Transliteration B: lykios Transliteration C: lykios Beta Code: lu/kios

English (LSJ)

κολοιοῦ εἶδος, Hsch.; cf. λύκος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 69] ὁ, eine Dohlenart, zw.

Greek (Liddell-Scott)

λύκιος: ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) Λυκία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, μεταξύ της Καρίας και της Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.