κοινόδικος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinodikos | |Transliteration C=koinodikos | ||
|Beta Code=koino/dikos | |Beta Code=koino/dikos | ||
|Definition= | |Definition=κοινόδικον, [[enjoying a common right]], Orac. ap. Phleg.1 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινόδῐκος''': -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144. | |lstext='''κοινόδῐκος''': -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινόδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοινό [[δίκαιο]] με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δίκαιο]] που [[είναι]] κοινό σε διάφορες πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. [[ένδικος]], [[εξώδικος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
κοινόδικον, enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.
German (Pape)
[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.
Greek Monolingual
κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, εξώδικος].