τελεοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teleodromos
|Transliteration C=teleodromos
|Beta Code=teleodro/mos
|Beta Code=teleodro/mos
|Definition=ον, [[completing the course]], AP5.202 (Asclep.).
|Definition=τελεοδρόμον, [[completing the course]], AP5.202 (Asclep.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Α<br />αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη [[διαδρομή]] («ἦν γὰρ [[ἀκέντητος]] [[τελεοδρόμος]]», Ασκληπιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐθυ</i>-[[δρόμος]])].
|mltxt=ο, Α<br />αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη [[διαδρομή]] («ἦν γὰρ [[ἀκέντητος]] [[τελεοδρόμος]]», Ασκληπιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ([[πρβλ]]. [[εὐθυδρόμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεοδρόμος Medium diacritics: τελεοδρόμος Low diacritics: τελεοδρόμος Capitals: ΤΕΛΕΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: teleodrómos Transliteration B: teleodromos Transliteration C: teleodromos Beta Code: teleodro/mos

English (LSJ)

τελεοδρόμον, completing the course, AP5.202 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 1085] den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).

Russian (Dvoretsky)

τελεοδρόμος: заканчивающий свой бег Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τελεοδρόμος: -ον, ὁ συμπληρῶν τὸν δρόμον, τελειώνων αὐτόν, Ἀνθ. Π. 5. 203.

Greek Monolingual

ο, Α
αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυδρόμος)].