εὐθυδρόμος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδρόμος Medium diacritics: εὐθυδρόμος Low diacritics: ευθυδρόμος Capitals: ΕΥΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: euthydrómos Transliteration B: euthydromos Transliteration C: efthydromos Beta Code: eu)qudro/mos

English (LSJ)

εὐθυδρόμον, running a straight course, ἄνεμοι Plb.34.4.5; νῆες Orph.H.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυδρόμος: -ον, τρέχων κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, ἄνεμοι Στράβ. 45· νῆες Ὀρφ. Ὕμν. 21. 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐθυδρόμος, -ον και εὐθύδρομος, -ον)
αυτός που προχωρεί σε ευθεία γραμμή, αυτός που τρέχει και δεν παρεκκλίνει από τον δρόμο του.
επίρρ...
εὐθυδρόμως (Μ)
σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν.