εὐθυδρόμος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδρόμος Medium diacritics: εὐθυδρόμος Low diacritics: ευθυδρόμος Capitals: ΕΥΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: euthydrómos Transliteration B: euthydromos Transliteration C: efthydromos Beta Code: eu)qudro/mos

English (LSJ)

εὐθυδρόμον, running a straight course, ἄνεμοι Plb.34.4.5; νῆες Orph.H.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυδρόμος: -ον, τρέχων κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, ἄνεμοι Στράβ. 45· νῆες Ὀρφ. Ὕμν. 21. 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐθυδρόμος, -ον και εὐθύδρομος, -ον)
αυτός που προχωρεί σε ευθεία γραμμή, αυτός που τρέχει και δεν παρεκκλίνει από τον δρόμο του.
επίρρ...
εὐθυδρόμως (Μ)
σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν.