εὐθυδρόμος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
εὐθυδρόμον, running a straight course, ἄνεμοι Plb.34.4.5; νῆες Orph.H.22.10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυδρόμος: -ον, τρέχων κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, ἄνεμοι Στράβ. 45· νῆες Ὀρφ. Ὕμν. 21. 10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐθυδρόμος, -ον και εὐθύδρομος, -ον)
αυτός που προχωρεί σε ευθεία γραμμή, αυτός που τρέχει και δεν παρεκκλίνει από τον δρόμο του.
επίρρ...
εὐθυδρόμως (Μ)
σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν.