προωνύμιον: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=προωνῠ́μιον | ||
|Medium diacritics=προωνύμιον | |Medium diacritics=προωνύμιον | ||
|Low diacritics=προωνύμιον | |Low diacritics=προωνύμιον | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proonymion | |Transliteration C=proonymion | ||
|Beta Code=prownu/mion | |Beta Code=prownu/mion | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], τό, ([[ὄνομα]]) = Lat. [[praenomen]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προωνύμιον''': τό, ([[ὄνομα]]) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ. | |lstext='''προωνύμιον''': τό, ([[ὄνομα]]) τὸ τῶν Ρωμαίων [[praenomen]], δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν [[ολόκληρο]], όπως λ.χ. Γν. [[ | |mltxt=τὸ, ΜΑ<br />(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν [[ολόκληρο]], όπως λ.χ. Γν. [[αῖος]] <i>Πομπήιος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνύμιον</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ωνύμιον</i>. Το -<i>ω</i>- του τύπου οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] του λατ. <i>praenomen</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], τό, (ὄνομα) = Lat. praenomen, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 801] τό, Vorname, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προωνύμιον: τό, (ὄνομα) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) ὄνομα, ὅπερ παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. αῖος Πομπήιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- του τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. praenomen].