κρατέρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krateroma | |Transliteration C=krateroma | ||
|Beta Code=krate/rwma | |Beta Code=krate/rwma | ||
|Definition= | |Definition=τό, kind of [[bronze]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>χημ.</b> [[κράμα]] χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κρατέρωμα]] πυριτίου» — [[κράμα]] χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το<br /><b>χημ.</b> [[κράμα]] χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κρατέρωμα]] πυριτίου» — [[κράμα]] χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>bronze</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>eine [[Mischung]] von [[Kupfer]] und [[Zinn]], [[Messing]]</i>, Hesych., auch [[κρᾶμα]] [[genannt]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].
German (Pape)
τό, eine Mischung von Kupfer und Zinn, Messing, Hesych., auch κρᾶμα genannt.