νεόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neokrotos
|Transliteration C=neokrotos
|Beta Code=neo/krotos
|Beta Code=neo/krotos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[greeted with fresh applause]], νίκα Id.5.48.</span>
|Definition=νεόκροτον, [[greeted with fresh applause]], νίκα Id.5.48.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόκροτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έγινε [[αποδεκτός]] με νέα [[επιδοκιμασία]] («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=[[νεόκροτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έγινε [[αποδεκτός]] με νέα [[επιδοκιμασία]] («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ([[πρβλ]]. [[πολύκροτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκροτος Medium diacritics: νεόκροτος Low diacritics: νεόκροτος Capitals: ΝΕΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: neókrotos Transliteration B: neokrotos Transliteration C: neokrotos Beta Code: neo/krotos

English (LSJ)

νεόκροτον, greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.

Greek Monolingual

νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύκροτος)].