ἁβρόπηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avropinos
|Transliteration C=avropinos
|Beta Code=a(bro/phnos
|Beta Code=a(bro/phnos
|Definition=ον, (πήνη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of delicate texture</b>, Lyc.863.</span>
|Definition=ἁβρόπηνον, ([[πήνη]]) [[of delicate texture]], Lyc.863.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de delicado tejido]] προκαλύμματα A.<i>A</i>.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au tissu délicat]].<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]], [[πήνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβρόπηνος:''' [[тонко вытканный]], [[из тончайшей ткани]] (προκαλύμματα Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἁβρότιμος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρόπηνος''': -ον, ([[πήνη]]) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: [[ὁπόθεν]] εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.
|lstext='''ἁβρόπηνος''': -ον, ([[πήνη]]) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: [[ὁπόθεν]] εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁβρόπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή [[πλέξη]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήνη]]<br />of [[delicate]] [[texture]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπηνος Medium diacritics: ἁβρόπηνος Low diacritics: αβρόπηνος Capitals: ΑΒΡΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: habrópēnos Transliteration B: habropēnos Transliteration C: avropinos Beta Code: a(bro/phnos

English (LSJ)

ἁβρόπηνον, (πήνη) of delicate texture, Lyc.863.

Spanish (DGE)

-ον
de delicado tejido προκαλύμματα A.A.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu délicat.
Étymologie: ἁβρός, πήνη.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόπηνος: тонко вытканный, из тончайшей ткани (προκαλύμματα Aesch. - v.l. ἁβρότιμος).

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπηνος: -ον, (πήνη) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: ὁπόθεν εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.

Greek Monotonic

ἁβρόπηνος: -ον (πήνη), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή πλέξη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πήνη
of delicate texture, Aesch.