κάλλιπε: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάλλῐπε:''' Επικ. αντί <i>κατέλιπε</i>, | |lsmtext='''κάλλῐπε:''' Επικ. αντί <i>κατέλιπε</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[καταλείπω]]· καλλιπέειν, Επικ. απαρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν, v. καταλείπω.
German (Pape)
[Seite 1310] d. i κατέλιπε.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.
English (Autenrieth)
see καταλείπω.
Greek Monotonic
κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.