λαομέδων: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laomedon
|Transliteration C=laomedon
|Beta Code=laome/dwn
|Beta Code=laome/dwn
|Definition=οντος, ὁ, <span class=sense><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class='b2'>ruler of the people</b>, in Hom. as pr. n</span>.
|Definition=οντος, ὁ, [[ruler of the people]], in Hom. as pr. n.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱομέδων''': -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]].
|lstext='''λᾱομέδων''': -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» ([[πρβλ]]. [[θαλασσομέδων]], [[ιππομέδων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱομέδων:''' -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾱο-[[μέδων]], οντος, ὁ,<br />[[ruler]] of the [[people]]: in Hom. as [[prop]]. n.
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαομέδων Medium diacritics: λαομέδων Low diacritics: λαομέδων Capitals: ΛΑΟΜΕΔΩΝ
Transliteration A: laomédōn Transliteration B: laomedōn Transliteration C: laomedon Beta Code: laome/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ruler of the people, in Hom. as pr. n.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.

Greek Monolingual

λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσομέδων, ιππομέδων)].

Greek Monotonic

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.

Middle Liddell

λᾱο-μέδων, οντος, ὁ,
ruler of the people: in Hom. as prop. n.