κρεάγρευτος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kreagreftos | |Transliteration C=kreagreftos | ||
|Beta Code=krea/greutos | |Beta Code=krea/greutos | ||
|Definition= | |Definition=κρεάγρευτον, [[tearing off the flesh]], Lyc.759. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
κρεάγρευτον, tearing off the flesh, Lyc.759.
Greek (Liddell-Scott)
κρεάγρευτος: -ον, ἀποσπῶν τὸ κρέας, τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.
Greek Monolingual
κρεάγρευτος, -ον (Α)
(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»].
German (Pape)
das Fleisch fortnehmend, abreißend, πέτραι Lycophr. 759, v.l. κρεάγραπτος.