τετράστομος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrastomos | |Transliteration C=tetrastomos | ||
|Beta Code=tetra/stomos | |Beta Code=tetra/stomos | ||
|Definition= | |Definition=τετράστομον, [[four-edged]], πέλεκυς Gal.2.643. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράστομον, four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντάστομος].