ἀλέασθαι: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ.
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ.
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέασθαι Medium diacritics: ἀλέασθαι Low diacritics: αλέασθαι Capitals: ΑΛΕΑΣΘΑΙ
Transliteration A: aléasthai Transliteration B: aleasthai Transliteration C: aleasthai Beta Code: a)le/asqai

English (LSJ)

ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.

Spanish (DGE)

v. ἀλεύω.

German (Pape)

[Seite 93] s. ἀλεύω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. épq. de ἀλέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέασθαι ep. inf. aor. van ἀλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.

English (Autenrieth)

see ἀλέομαι.

Greek Monotonic

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.