πότισμα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potisma
|Transliteration C=potisma
|Beta Code=po/tisma
|Beta Code=po/tisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[draught]], Asclep. ap. Gal.14.137.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[draught]], Asclep. ap. Gal.14.137.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[ποτίζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποτίζω]] (α. «το [[πότισμα]] του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το [[πότισμα]], να τους δώσετε να φάνε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η τεχνητή [[παροχή]] νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η [[άρδευση]].
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[ποτίζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποτίζω]] (α. «το [[πότισμα]] του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το [[πότισμα]], να τους δώσετε να φάνε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η τεχνητή [[παροχή]] νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η [[άρδευση]].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[bebida]], [[pócima]] π. καλόν <b class="b3">pócima eficaz</b> P VII 969
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότισμα Medium diacritics: πότισμα Low diacritics: πότισμα Capitals: ΠΟΤΙΣΜΑ
Transliteration A: pótisma Transliteration B: potisma Transliteration C: potisma Beta Code: po/tisma

English (LSJ)

-ατος, τό, draught, Asclep. ap. Gal.14.137.

German (Pape)

[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.

Spanish

bebida, pócima

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.

Léxico de magia

τό bebida, pócima π. καλόν pócima eficaz P VII 969