δάρτης: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dartis
|Transliteration C=dartis
|Beta Code=da/rths
|Beta Code=da/rths
|Definition=ου, δ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who flogs</b>, Gloss.</span>
|Definition=δάρτου, δ, [[one who flogs]], ''Glossaria''.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que azota]] Archil.129.4 (cj.), <i>Gloss</i>.2.151.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δάρτης]]) [[δέρω]]<br />αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γεωργικό [[εργαλείο]] με το οποίο χτυπούν τον καρπό του καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο<br /><b>2.</b> όργανο με το οποίο αναταράσσεται το [[γάλα]] για [[αποβουτύρωση]]<br /><b>3.</b> [[βίαιος]] [[καρδιακός]] [[παλμός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάρτης Medium diacritics: δάρτης Low diacritics: δάρτης Capitals: ΔΑΡΤΗΣ
Transliteration A: dártēs Transliteration B: dartēs Transliteration C: dartis Beta Code: da/rths

English (LSJ)

δάρτου, δ, one who flogs, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que azota Archil.129.4 (cj.), Gloss.2.151.

Greek Monolingual

ο (AM δάρτης) δέρω
αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει
νεοελλ.
1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο χτυπούν τον καρπό του καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο
2. όργανο με το οποίο αναταράσσεται το γάλα για αποβουτύρωση
3. βίαιος καρδιακός παλμός.