σιτιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitistis
|Transliteration C=sitistis
|Beta Code=sitisth/s
|Beta Code=sitisth/s
|Definition=οῦ, ὁ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fartor</b>, Gloss.</span>
|Definition=σιτιστοῦ, ὁ, = [[fartor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτιστής''': -οῦ, ὁ, = [[σιτευτής]], Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.
|lstext='''σῑτιστής''': -οῦ, ὁ, = [[σιτευτής]], Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[σιτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[στρατιωτικός]], [[σήμερα]] [[υπαξιωματικός]], [[συνήθως]] [[λοχίας]] του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας<br /><b>μσν.</b><br />ο [[σιτευτής]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτιστής Medium diacritics: σιτιστής Low diacritics: σιτιστής Capitals: ΣΙΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sitistḗs Transliteration B: sitistēs Transliteration C: sitistis Beta Code: sitisth/s

English (LSJ)

σιτιστοῦ, ὁ, = fartor, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, = σιτευτής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτιστής: -οῦ, ὁ, = σιτευτής, Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ σιτίζω
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής.