χύτης: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(47c)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chytis
|Transliteration C=chytis
|Beta Code=xu/ths
|Beta Code=xu/ths
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">metal-caster</b>, Gloss.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[metal-caster]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτης Medium diacritics: χύτης Low diacritics: χύτης Capitals: ΧΥΤΗΣ
Transliteration A: chýtēs Transliteration B: chytēs Transliteration C: chytis Beta Code: xu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, metal-caster, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Gießende, das Werkzeug zum Gießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τεχνικός που διενεργεί χύτευση
νεοελλ.
φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου»
ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -της].