πώλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de poulain.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]].
|btext=α, ον :<br />[[de poulain]].<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πώλειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Σουΐδ.
|lsmtext='''πώλειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Σουΐδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πώλειος]], η, ον<br />of a [[foal]], [[χαίτη]] Suid.
|mdlsjtxt=[[πώλειος]], η, ον<br />of a [[foal]], [[χαίτη]] Suid.
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλειος Medium diacritics: πώλειος Low diacritics: πώλειος Capitals: ΠΩΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pṓleios Transliteration B: pōleios Transliteration C: poleios Beta Code: pw/leios

English (LSJ)

α, ον, of a foal, χαίτη Suid.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.

Greek (Liddell-Scott)

πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.

Greek Monotonic

πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.

Middle Liddell

πώλειος, η, ον
of a foal, χαίτη Suid.