μετασπόμενος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετασπόμενος:''' [[μετασπών]], Μέσ. αόρ. | |lsmtext='''μετασπόμενος:''' [[μετασπών]], Μέσ. αόρ. βʹ και Ενεργ. μτχ. αόρ. βʹ του [[μεθέπω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
μετασπών, v. μεθέπω.
German (Pape)
[Seite 154] partic. aor. II. med. zu μεθέπω, Il. 13, 567, wie μετασπών, act. dazu, 17, 190.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de μεθέπω.
Greek (Liddell-Scott)
μετασπόμενος: μετασπών, ἴδε ἐν λ. μεθέπω.
English (Autenrieth)
see μεθέπω.
Greek Monotonic
μετασπόμενος: μετασπών, Μέσ. αόρ. βʹ και Ενεργ. μτχ. αόρ. βʹ του μεθέπω.