διέτμαγεν: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέτμᾰγεν:''' Επικ. αντί <i>διετμάγησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[διατμήγω]]· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.
|lsmtext='''διέτμᾰγεν:''' Επικ. αντί <i>διετμάγησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[διατμήγω]]· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέτμᾰγεν Medium diacritics: διέτμαγεν Low diacritics: διέτμαγεν Capitals: ΔΙΕΤΜΑΓΕΝ
Transliteration A: diétmagen Transliteration B: dietmagen Transliteration C: dietmagen Beta Code: die/tmagen

English (LSJ)

διέτμᾰγον, v. διατμήγω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.

Greek (Liddell-Scott)

διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.

English (Autenrieth)

see διατμήγω.

Greek Monotonic

διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.