εὐδινός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evdinos
|Transliteration C=evdinos
|Beta Code=eu)dino/s
|Beta Code=eu)dino/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[εὐδεινός]].</span>
|Definition=εὐδινόν, v. [[εὐδεινός]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] = [[εὐδιεινός]], Orph. H. 21, 5, wo früher [[εὐδεινός]] stand; vgl. VLL. u. Lob. path. 190.
}}
{{ls
|lstext='''εὐδῑνός''': όν. = [[εὐδιεινός]], Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ.: «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ [[ἄνεμος]], καὶ εὐδινὸς ὁμοίως».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδινός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για καιρό) ο [[ευδιεινός]], ο [[αίθριος]], ο [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ [[χώρα]] εὐδινὴ διὰ τὴν [[κοιλότητα]] τῶν πεδίων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του τ. [[ευδιεινός]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῑνός Medium diacritics: εὐδινός Low diacritics: ευδινός Capitals: ΕΥΔΙΝΟΣ
Transliteration A: eudinós Transliteration B: eudinos Transliteration C: evdinos Beta Code: eu)dino/s

English (LSJ)

εὐδινόν, v. εὐδεινός.

German (Pape)

[Seite 1062] = εὐδιεινός, Orph. H. 21, 5, wo früher εὐδεινός stand; vgl. VLL. u. Lob. path. 190.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδῑνός: όν. = εὐδιεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ.: «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ ἄνεμος, καὶ εὐδινὸς ὁμοίως».

Greek Monolingual

εὐδινός, -όν (Α)
1. (για καιρό) ο ευδιεινός, ο αίθριος, ο γαλήνιος
2. (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ χώρα εὐδινὴ διὰ τὴν κοιλότητα τῶν πεδίων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του τ. ευδιεινός].