συγκαταιρέω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
v. συγκαθαιρέω.
German (Pape)
[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκαθαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταιρέω: ион. = συγκαθαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.