πλαγά: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλᾱγᾱ́ -ᾱ́ς, ἡ Dor. voor πληγή.
|elnltext=πλᾱγᾱ́ -ᾱ́ς, ἡ Dor. voor πληγή.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγά Medium diacritics: πλαγά Low diacritics: πλαγά Capitals: ΠΛΑΓΑ
Transliteration A: plagá Transliteration B: plaga Transliteration C: plaga Beta Code: plaga/

English (LSJ)

v. πληγή.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πληγή.

English (Slater)

πλᾱγά (-αί, -ᾶν, -αῖς.) blow ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (P. 4.246) of boxing, καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (I. 5.60)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πληγή.

Greek Monotonic

πλᾱγά: Δωρ. αντί πληγή.

Russian (Dvoretsky)

πλᾱγά: ἡ дор. = πληγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱγᾱ́ -ᾱ́ς, ἡ Dor. voor πληγή.