Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμότονος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omotonos
|Transliteration C=omotonos
|Beta Code=o(mo/tonos
|Beta Code=o(mo/tonos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having the same tension, with equal force</b>, of fevers, Gal.10.615 ; <b class="b2">having equal muscular power in every muscle</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>36</span>. Adv. <b class="b3">-νως</b>, of the pulse, Gal.9.84 ; of traction, Id.13.685. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">having the same pitch</b>, in Music, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11.5</span> ; <b class="b3">τὰ λεγόμενα ὁ</b>. (sc. <b class="b3">σημεῖα</b>) <span class="bibl">Gaud.Harm.21</span> : neut. sg. <b class="b3">ὁ., τό,</b> between <b class="b3">βαρύ</b> and <b class="b3">ὀξύ</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span> 17c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., [[equable]], τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας <span class="bibl">M.Ant.1.14</span>, cf. Longin.36.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Adv. <b class="b3">-νως</b> [[uniformly]], φερομένου τοῦ ἡλίου <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>911a14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">having the same accent</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>75.16</span>, al., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>11</span>. Adv. <b class="b3">-νως, τινι</b> St.Byz.s.v. [[Παραισός]].</span>
|Definition=ὁμότονον,<br><span class="bld">A</span> [[having the same tension]], [[with equal force]], of fevers, Gal.10.615; [[having equal muscular power in every muscle]], Philostr.''Gym.''36. Adv. [[ὁμοτόνως]], of the pulse, Gal.9.84; of traction, Id.13.685.<br><span class="bld">2</span> [[having the same pitch]], in Music, Nicom.''Harm.''11.5; <b class="b3">τὰ λεγόμενα ὁ.</b> (''[[sc.]]'' [[σημεῖα]]) Gaud.Harm.21: neut. sg. [[ὁμότονον]], τό, between [[βαρύ]] and [[ὀξύ]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 17c.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[equable]], τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4.<br><span class="bld">4</span> Adv. [[ὁμοτόνως]] = [[uniformly]], φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.''Pr.''911a14.<br><span class="bld">II</span> [[having the same accent]], A.D.''Pron.''75.16, al., [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11. Adv. [[ὁμοτόνως]], τινι St.Byz.s.v. [[Παραισός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμότονος:''' звучащий ровно, т. е. среднего напряжения: βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ ὁμότονον Plat. (звучание) низкое, высокое и среднее.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την [[ίδια]] [[ένταση]], ίση [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πυρετό, [[φλεγμονή]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] μυϊκή [[δύναμη]] σε όλους τους μυς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ομοιόμορφος]], όμοιος, [[ομαλός]], [[ίσος]], [[στρωτός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ όμότονον</i><br /><b>μουσ.</b> [[μέτριος]] [[τόνος]], [[ανάμεσα]] στον [[βαρύ]] και τον οξύ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοτόνως</i> (Α ὁμοτόνως)<br /><b>1.</b> με την [[ίδια]] [[ένταση]], με την [[ίδια]] [[δύναμη]] («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> με τον ίδιο τονισμό<br /><b>3.</b> όμοια, ομοιόμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>τονος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την [[ίδια]] [[ένταση]], ίση [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πυρετό, [[φλεγμονή]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] μυϊκή [[δύναμη]] σε όλους τους μυς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ομοιόμορφος]], όμοιος, [[ομαλός]], [[ίσος]], [[στρωτός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ όμότονον</i><br /><b>μουσ.</b> [[μέτριος]] [[τόνος]], [[ανάμεσα]] στον [[βαρύ]] και τον οξύ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοτόνως</i> (Α ὁμοτόνως)<br /><b>1.</b> με την [[ίδια]] [[ένταση]], με την [[ίδια]] [[δύναμη]] («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> με τον ίδιο τονισμό<br /><b>3.</b> όμοια, ομοιόμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), [[πρβλ]]. [[ισότονος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμότονος:''' звучащий ровно, т. е. среднего напряжения: βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ ὁμότονον Plat. (звучание) низкое, высокое и среднее.
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμότονος Medium diacritics: ὁμότονος Low diacritics: ομότονος Capitals: ΟΜΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: homótonos Transliteration B: homotonos Transliteration C: omotonos Beta Code: o(mo/tonos

English (LSJ)

ὁμότονον,
A having the same tension, with equal force, of fevers, Gal.10.615; having equal muscular power in every muscle, Philostr.Gym.36. Adv. ὁμοτόνως, of the pulse, Gal.9.84; of traction, Id.13.685.
2 having the same pitch, in Music, Nicom.Harm.11.5; τὰ λεγόμενα ὁ. (sc. σημεῖα) Gaud.Harm.21: neut. sg. ὁμότονον, τό, between βαρύ and ὀξύ, Pl.Phlb. 17c.
3 metaph., equable, τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4.
4 Adv. ὁμοτόνως = uniformly, φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.Pr.911a14.
II having the same accent, A.D.Pron.75.16, al., D.H.Comp.11. Adv. ὁμοτόνως, τινι St.Byz.s.v. Παραισός.

German (Pape)

[Seite 340] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.

Russian (Dvoretsky)

ὁμότονος: звучащий ровно, т. е. среднего напряжения: βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ ὁμότονον Plat. (звучание) низкое, высокое и среднее.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότονος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἔντασιν, ἴσην δύναμιν, Γαλην. 2) ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τόνον ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.· τὸ ὁμότονον, τόνος μέτριος μεταξὺ τοῦ βαρέος καὶ τοῦ ὀξέος, Πλάτ. Φίληβ. 17C. - Ἐπίρρ. -νως, ὁμοιομόρφως, ὁμοίως, Ἀριστ. Προβλ. 15. 5, 1. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τονισμόν, Γραμμ. -Ἐπίρρ. -νως, τινὶ Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότονος, -ον)
1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη
2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο
3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό
νεοελλ.
(για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μυϊκή δύναμη σε όλους τους μυς
2. μτφ. ομοιόμορφος, όμοιος, ομαλός, ίσος, στρωτός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ όμότονον
μουσ. μέτριος τόνος, ανάμεσα στον βαρύ και τον οξύ.
επίρρ...
ομοτόνως (Α ὁμοτόνως)
1. με την ίδια ένταση, με την ίδια δύναμη («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», Γαλ.)
2. γραμμ. με τον ίδιο τονισμό
3. όμοια, ομοιόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τονος (< τόνος), πρβλ. ισότονος].