ἐξεργασία: Difference between revisions
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksergasia | |Transliteration C=eksergasia | ||
|Beta Code=e)cergasi/a | |Beta Code=e)cergasi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working out]], [[completion]], Plb.10.45.6.<br><span class="bld">II</span> [[labour at a thing]], <b class="b3">ἡ πεπονημένη ἐ. [τῆς γῆς]</b> high [[state of cultivation]], App.''BC''1.11: abs., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐ. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.1.6: [[treatment]], [[discussion]] of a subject by an author, D.H.''Isoc.''4, Gal.5.664, etc.; ἡ καθ' ἕκαστον ἐ. Plu.2.1004e, cf. Phld.''Rh.''1.121 S.; ποιητικὴ ἐ. Id.''Po.''5.1: pl., ib.2.47; ἐ. λογικὴ Iamb.''Comm.Math.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A working out, completion, Plb.10.45.6.
II labour at a thing, ἡ πεπονημένη ἐ. [τῆς γῆς] high state of cultivation, App.BC1.11: abs., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐ. Thphr. CP 3.1.6: treatment, discussion of a subject by an author, D.H.Isoc.4, Gal.5.664, etc.; ἡ καθ' ἕκαστον ἐ. Plu.2.1004e, cf. Phld.Rh.1.121 S.; ποιητικὴ ἐ. Id.Po.5.1: pl., ib.2.47; ἐ. λογικὴ Iamb.Comm.Math.24.
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, Ausarbeitung, Vollendung, Pol. 10, 45, 6; Behandlung in der Rede, D. Hal. de Isocr. 4, 12, oft, u. Plut.; – γῆς, Bestellung des Landes, App. B. Civ. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail de composition.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεργᾰσία: ἡ
1 завершение, довершение Polyb.;
2 разработка, разъяснение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεργασία: ἡ, ἐπεξεργασία, συμπλήρωσις, τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι’ ἡμῶν Πολύβ. 10. 45, 6. ΙΙ. τὸ ἐξεργάζεσθαί τι, καλλιεργία, μισθὸν ἅμα τῆς πεπονημένης ἐξεργασίας αὐτάρκη φερομένους Ἀππ. Ἐμφυλ., 1. 11· ἀπολ., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐξ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 6: -ἐπὶ ἐπεξεργασίας λόγου, τάξις δὲ καὶ μερισμοὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἡ κατ’ ἐπιχείρημα ἐξεργασία... ἀγαθὰ Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 4, κτλ.· ἡ καθ’ ἕκαστον ἐξ. Πλούτ. 2. 1004E.
Greek Monolingual
η (AM ἐξεργασία) εξεργάζομαι
επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», Πολ.)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης
αρχ.
1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός θέματος
2. καλλιέργεια.