ῥυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ryptikos
|Transliteration C=ryptikos
|Beta Code=r(uptiko/s
|Beta Code=r(uptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for cleansing from dirt]], ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a; <b class="b3">-κὴ δύναμις</b> [[detergent]], Gal.10.565: c. gen., <b class="b3">ῥ. τοῦ φάρυγγος</b> [[cleansing]] or [[clearing]] the throat, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>903b29</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>65d</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span>: but c. gen. objecti, <b class="b3">ῥ. ξηρότητος</b> [[fit for cleaning]] it [[off]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Sens.</span>443a1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[purgative]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>873b1</span>.</span>
|Definition=ῥυπτική, ῥυπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for cleansing from dirt]], ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a; <b class="b3">-κὴ δύναμις</b> [[detergent]], Gal.10.565: c. gen., <b class="b3">ῥ. τοῦ φάρυγγος</b> [[cleansing]] or [[clearing]] the throat, Arist.''Pr.''903b29, cf. Pl.''Ti.''65d, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.1.3: but c. gen. objecti, <b class="b3">ῥ. ξηρότητος</b> [[fit for cleaning]] it [[off]], Arist.''Sens.''443a1.<br><span class="bld">2</span> [[purgative]], Id.''Pr.''873b1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥυπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[очищающий]] ([[κόνις]] Plut.): ῥ. τινος Arst. очищающий что-л. и от чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[слабительный]] (ὁ [[χυλός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρ</i>-<i>ρυπτος</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ἄρρυπτος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥυπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищающий]] ([[κόνις]] Plut.): ῥ. τινος Arst. очищающий что-л. и от чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[слабительный]] (ὁ [[χυλός]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπτικός Medium diacritics: ῥυπτικός Low diacritics: ρυπτικός Capitals: ΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhyptikós Transliteration B: rhyptikos Transliteration C: ryptikos Beta Code: r(uptiko/s

English (LSJ)

ῥυπτική, ῥυπτικόν,
A fit for cleansing from dirt, ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a; -κὴ δύναμις detergent, Gal.10.565: c. gen., ῥ. τοῦ φάρυγγος cleansing or clearing the throat, Arist.Pr.903b29, cf. Pl.Ti.65d, Thphr. CP 6.1.3: but c. gen. objecti, ῥ. ξηρότητος fit for cleaning it off, Arist.Sens.443a1.
2 purgative, Id.Pr.873b1.

German (Pape)

[Seite 852] den Schmutz wegnehmend, reinigend, waschend, Plat. Tim. 65 d u. Sp., wie Plut.; τινός, Arist. probl. 11, 39.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à nettoyer, à laver;
Sp. ῥυπτικώτατος.
Étymologie: ῥύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥυπτικός:
1 очищающий (κόνις Plut.): ῥ. τινος Arst. очищающий что-л. и от чего-л.;
2 слабительный (ὁ χυλός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥυπτικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος πρὸς κάθαρσιν ἀπὸ ῥύπου, ἀπὸ ἀκαθαρσίας, ῥυπτικωτάτη κόνις Πλούτ. 2. 697Α· μετὰ γεν., ῥ. τοῦ φάρυγγος, ὁ καθαρίζων τὸν φάρυγγα, Ἀριστ. Προβλ. 11. 39, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 65D· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ῥ. ξηρότητος, ἁρμόδιος ὅπως ἀποκαθάρῃ αὐτήν, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 1. 2) καθαρτικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 17, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥυπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.)
αρχ.
καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» — το καθάρσιο, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ῥυπτός του ῥύπτω, που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ἄρρυπτος)].