χαρακίας: Difference between revisions
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charakias | |Transliteration C=charakias | ||
|Beta Code=xaraki/as | |Beta Code=xaraki/as | ||
|Definition=ου | |Definition=-ου, ὁ ([[χάραξ]])<br><span class="bld">A</span> of or [[fit for a stake]], [[pale]], or [[palisade]], a species of [[κάλαμος]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.1, Plin.''HN''16.168.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[τιθύμαλλος ἄρρην]], [[wood spurge]], [[Euphorbia sibthorpii]], Dsc.4.164, Plin.''HN''26.62 ([[χαράκης]] is [[falsa lectio|f.l.]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).<br><span class="bld">III</span> a fish, ''Gp.''20.7.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰρᾰκίας''': -ου, ὁ, ([[χάραξ]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χάρακα, [[ἁρμόδιος]] εἰς κατασκευὴν χαρακώματος, [[εἶδος]] καλάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1, Πλίν. 16. 66· ἢ [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Διοσκ. 4. 165, Πλίν. 26. 39· «[[χαρακίας]]· τιθύμαλλος» Ἡσύχ. | |lstext='''χᾰρᾰκίας''': -ου, ὁ, ([[χάραξ]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χάρακα, [[ἁρμόδιος]] εἰς κατασκευὴν χαρακώματος, [[εἶδος]] καλάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1, Πλίν. 16. 66· ἢ [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Διοσκ. 4. 165, Πλίν. 26. 39· «[[χαρακίας]]· τιθύμαλλος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] ψαριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην [[περιχαράκωση]] με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο [[αρμόδιος]] για την [[κατασκευή]] τέτοιας περιχαράκωσης<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[τιθύμαλλος]], η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>χαρακίαι</i>- «οἱ ἐν τοῖς χάραξι διατρίβοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ (χάραξ)
A of or fit for a stake, pale, or palisade, a species of κάλαμος, Thphr. HP 4.11.1, Plin.HN16.168.
II a kind of τιθύμαλλος ἄρρην, wood spurge, Euphorbia sibthorpii, Dsc.4.164, Plin.HN26.62 (χαράκης is f.l. in Hsch.).
III a fish, Gp.20.7.1.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, zum Pfahl, Zaun oder Wall gehörig, dazu geschickt, κάλαμος, τιθύμαλος, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰκίας: -ου, ὁ, (χάραξ) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χάρακα, ἁρμόδιος εἰς κατασκευὴν χαρακώματος, εἶδος καλάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1, Πλίν. 16. 66· ἢ εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Διοσκ. 4. 165, Πλίν. 26. 39· «χαρακίας· τιθύμαλλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
είδος ψαριού
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης
2. το φυτό τιθύμαλλος, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χαρακίαι- «οἱ ἐν τοῖς χάραξι διατρίβοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίας].