ἐπιχώννυμι: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epichonnymi | |Transliteration C=epichonnymi | ||
|Beta Code=e)pixw/nnumi | |Beta Code=e)pixw/nnumi | ||
|Definition=and ἐπιχωννύω, < | |Definition=and [[ἐπιχωννύω]],<br><span class="bld">A</span> [[heap up]], Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.''Art.''18; τούτοις γῆν ἐπιχώσας ''IG''14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. ''Mir.''837b11; <b class="b3">βωμὸς ἐπικεχωσμένος</b> Arg.S.''Ph.''<br><span class="bld">II</span> [[fill up]], τὴν δίοδον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.3.2; τάφρον X.Eph.4.6; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
and ἐπιχωννύω,
A heap up, Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.Art.18; τούτοις γῆν ἐπιχώσας IG14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. Mir.837b11; βωμὸς ἐπικεχωσμένος Arg.S.Ph.
II fill up, τὴν δίοδον Thphr. HP 9.3.2; τάφρον X.Eph.4.6; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. χώννυμι), darauf aufschütten, darüberschütten, νεκρῷ θῖνα γῆς Plut. Artax. 18 u. Sp.; τάφρον, zudämmen, Sp.; – mit Schutt abdämmen, mit Dämmen versehen, λιμένας D. Sic. 13, 107; – pass. ἐπιχώννυσθαι, Arist. Mirab. 91.
French (Bailly abrégé)
amonceler sur.
Étymologie: ἐπί, χώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχώννῡμι:
1 насыпать (θῖνα γῆς νεκρῷ Plut.);
2 засыпать, запруживать (τοὺς λιμένας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχώννῡμι: καὶ -ύω, ἐπισωρεύω τι εἰς ὕψος, νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, γεμίζω, τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.
Greek Monolingual
ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)
καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω
αρχ.
1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο του νεκρού
2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].