ὁριστής: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oristis | |Transliteration C=oristis | ||
|Beta Code=o(risth/s | |Beta Code=o(risth/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁριστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who marks the boundaries]]: in plural, [[officers appointed to settle boundaries]], public or private, ''IG''12.94.7, Hyp.''Eux.''16, ''Tab.Heracl.''1.2, al., Plu.''TG''21; the chief being called [[γαμέτρας]] ([[γεωμέτρης]]), ''Tab.Heracl.''1.187, cf. Poll.9.9, ''AB''287.<br><span class="bld">II</span> [[one who determines]], δικαίων D.15.29, cf. Hermog. ''Stat.''8, Plot.5.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁριστοῦ, ὁ,
A one who marks the boundaries: in plural, officers appointed to settle boundaries, public or private, IG12.94.7, Hyp.Eux.16, Tab.Heracl.1.2, al., Plu.TG21; the chief being called γαμέτρας (γεωμέτρης), Tab.Heracl.1.187, cf. Poll.9.9, AB287.
II one who determines, δικαίων D.15.29, cf. Hermog. Stat.8, Plot.5.1.5.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, der Begränzende, Gränzbestimmer, übh. der Etwas festsetzt, τῶν Ἑλλήνων δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίγνονται, Dem. 15, 29; Sp. Nach B. A. 287 eine eigene ἀρχή, ἥτις ἀφώριζε τὰ ἴδια καὶ τὰ δημόσια οἰκοδομήματα πρὸς τὰ οἰκεῖα ἑκάστου μέτρα.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui établit des règles.
Étymologie: ὁρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὁριστής: οῦ ὁ определяющий границы (οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι Dem.); у римлян = triumvir agris dividundis Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁρίζων διὰ σημείων τὰ ὅρια˙ ἐν τῷ πληθ., ὑπάλληλοι τεταγμένοι ὅπως θέτωσι σημεῖα εἰς τὰ ὅρια εἴτε δημόσια εἴτε ἰδιωτικά, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξεν. σ. 9, Schneidewin, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. 5774. 2, 7, κ. ἀλλ.˙ ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκαλεῖτο γαμέτρας (γεωμέτρης) αὐτόθι 187˙ πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9, Α. Β. 287, Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 705. ΙΙ. ὁ ὁρίζων τι, ὁ ἀποφασίζων, τῶν δ’ Ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται Δημ. 199. 17.
Greek Monolingual
ὁριστής, ὁ (ΑΜ) ορίζω
μσν.
ηγεμόνας, διοικητής
αρχ.
1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα
2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ὁρισταί
υπάλληλοι εντεταλμένοι από την πολιτεία για τον καθορισμό τών συνόρων στα δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα
3. αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦν
τες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
ὁριστής: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. αυτός που θέτει με σημάδια τα όρια· στον πληθ., αξιωματούχοι επιφορτισμένοι να καθορίζουν τα σύνορα, σε Πλούτ.
II. αυτός που αποφασίζει, σε Δημ.
Middle Liddell
ὁριστής, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. one who marks the boundaries; in plural officers appointed to settle boundaries, Plut.
II. one who determines, Dem.