ὑπόσκιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yposkios
|Transliteration C=yposkios
|Beta Code=u(po/skios
|Beta Code=u(po/skios
|Definition=ον, ([[σκιά]]) [[overshadowed]], [[shaded]], ὑ. ἐν ψυκτηρίοις <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span> 146</span>; <b class="b3">νιφάδι . . ὑ. θήσει χθόνα</b> ib.<span class="bibl">199.8</span>; <b class="b3">ὑ. στόματα</b>, of suppliants, [[shaded by their olive-branches]] (ἱκετηρίαι), <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>656</span> (lyr.); opp. [[ὑπαίθριος]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>1.17.3</span>; ὑ. περίπατοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>7</span>.—In <span class="bibl">Alciphr. 1.39</span>, leg. [[ὑπόσκιος]] (<b class="b3">-οις</b> codd.) . . <b class="b3">δάφναις . . κατάκλισις</b>.
|Definition=ὑπόσκιον, ([[σκιά]]) [[overshadowed]], [[shaded]], ὑ. ἐν ψυκτηρίοις A.''Fr.'' 146; <b class="b3">νιφάδι.. ὑ. θήσει χθόνα</b> ib.199.8; <b class="b3">ὑ. στόματα</b>, of suppliants, [[shaded by their olive-branches]] ([[ἱκετηρίαι]]), Id.''Supp.''656 (lyr.); opp. [[ὑπαίθριος]], [[Theophrastus]] ''CP''1.17.3; ὑ. περίπατοι Plu.''Alex.''7.—In Alciphr. 1.39, leg. [[ὑπόσκιος]] (-οις codd.).. <b class="b3">δάφναις.. κατάκλισις</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκῐος Medium diacritics: ὑπόσκιος Low diacritics: υπόσκιος Capitals: ΥΠΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: hypóskios Transliteration B: hyposkios Transliteration C: yposkios Beta Code: u(po/skios

English (LSJ)

ὑπόσκιον, (σκιά) overshadowed, shaded, ὑ. ἐν ψυκτηρίοις A.Fr. 146; νιφάδι.. ὑ. θήσει χθόνα ib.199.8; ὑ. στόματα, of suppliants, shaded by their olive-branches (ἱκετηρίαι), Id.Supp.656 (lyr.); opp. ὑπαίθριος, Theophrastus CP1.17.3; ὑ. περίπατοι Plu.Alex.7.—In Alciphr. 1.39, leg. ὑπόσκιος (-οις codd.).. δάφναις.. κατάκλισις.

German (Pape)

[Seite 1232] unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χθόνα θήσει frg. 182.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombreux.
Étymologie: ὑπό, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσκιος:
1 тенистый, покрытый тенью (περίπατοι Plut.): ὑπόσκια στοματα Aesch. осененные (просительными ветвями), т. е. молящие уста;
2 дающий густую тень (ψυκτήρια Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκιος: -ον, (σκιὰ) ὁ ὑπὸ σκιάν, σύσκιος, σκιερός, ὑπ. ἐν ψυκτηρίοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 145· νιφάδι... ὑπ. θήσει χθόνα αὐτόθι 196. 8· ὑπ. στόματα, ἐπὶ ἱκετῶν, ἐσκιασμένα μὲ τοὺς ἐξ ἐλαίας κλάδους των (ἱκετηρίαι), ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, πρβλ. 354· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπαίθριος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 3· ὑπ. περίπατοι Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ― ἐν Ἐν Ἀλκίφρονι 1. 39, ἀναγνωστέον ὑπὶ συσκίοις.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ
σκιερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά
2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύσκιος].

Greek Monotonic

ὑπόσκιος: -ον (σκιά), αυτός που βρίσκεται υπό σκιά, σκιερός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπό-σκιος, ον, σκιά
under shade, Plut.

English (Woodhouse)

shady

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)