εὐεπιχείρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evepicheiritos
|Transliteration C=evepicheiritos
|Beta Code=eu)epixei/rhtos
|Beta Code=eu)epixei/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to be attacked]], <span class="bibl">Str.5.3.7</span>, <span class="bibl">Poll.1.172</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>10p.436M.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[easy to be attempted]] or [[proven]], πρόβλημα <span class="bibl">Arist. <span class="title">APr.</span>42b29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Top.</span>111a11</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[insidious]], <span class="bibl">Ph.2.107</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[readily attempting]], <span class="bibl">D.L.4.30</span>.</span>
|Definition=εὐεπιχείρητον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to be attacked]], Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. [[εὐεπιχειρήτως]] Hierocl. ''in CA''10p.436M.<br><span class="bld">2</span> [[easy to be attempted]] or [[proven]], πρόβλημα Arist. ''APr.''42b29, cf. ''Top.''111a11 (Comp.).<br><span class="bld">3</span> [[insidious]], Ph.2.107 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[readily attempting]], D.L.4.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ [[θέσις]], im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ [[θέσις]], im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко предпринимаемый]], [[нетрудный]] ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[деятельный]], [[предприимчивый]] ([[νεανίσκος]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)].
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> легко предпринимаемый, нетрудный ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> деятельный, предприимчивый ([[νεανίσκος]] Diog. L.).
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπιχείρητος Medium diacritics: εὐεπιχείρητος Low diacritics: ευεπιχείρητος Capitals: ΕΥΕΠΙΧΕΙΡΗΤΟΣ
Transliteration A: euepicheírētos Transliteration B: euepicheirētos Transliteration C: evepicheiritos Beta Code: eu)epixei/rhtos

English (LSJ)

εὐεπιχείρητον,
A easy to be attacked, Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. εὐεπιχειρήτως Hierocl. in CA10p.436M.
2 easy to be attempted or proven, πρόβλημα Arist. APr.42b29, cf. Top.111a11 (Comp.).
3 insidious, Ph.2.107 (Comp.).
II readily attempting, D.L.4.30.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ θέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπιχείρητος:
1 легко предпринимаемый, нетрудный (πρόβλημα Arst.);
2 деятельный, предприимчивый (νεανίσκος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπιχείρητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, Πολυδ. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, πρόβλημα Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.

Greek Monolingual

εὐεπιχείρητος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.)
2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.)
3. αυτός που εύκολα επιχειρεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-χειρώ (πρβλ. αν-επι-χείρητος, δυσ-επι-χείρητος)].