εὐεπιχείρητος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evepicheiritos | |Transliteration C=evepicheiritos | ||
|Beta Code=eu)epixei/rhtos | |Beta Code=eu)epixei/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐεπιχείρητον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to be attacked]], Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. [[εὐεπιχειρήτως]] Hierocl. ''in CA''10p.436M.<br><span class="bld">2</span> [[easy to be attempted]] or [[proven]], πρόβλημα Arist. ''APr.''42b29, cf. ''Top.''111a11 (Comp.).<br><span class="bld">3</span> [[insidious]], Ph.2.107 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[readily attempting]], D.L.4.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ [[θέσις]], im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ [[θέσις]], im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко предпринимаемый]], [[нетрудный]] ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[деятельный]], [[предприимчивый]] ([[νεανίσκος]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεπιχείρητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, | |lstext='''εὐεπιχείρητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, Πολυδ. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, [[πρόβλημα]] Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐεπιχείρητον,
A easy to be attacked, Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. εὐεπιχειρήτως Hierocl. in CA10p.436M.
2 easy to be attempted or proven, πρόβλημα Arist. APr.42b29, cf. Top.111a11 (Comp.).
3 insidious, Ph.2.107 (Comp.).
II readily attempting, D.L.4.30.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ θέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπιχείρητος:
1 легко предпринимаемый, нетрудный (πρόβλημα Arst.);
2 деятельный, предприимчивый (νεανίσκος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπιχείρητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, Πολυδ. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, πρόβλημα Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.
Greek Monolingual
εὐεπιχείρητος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.)
2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.)
3. αυτός που εύκολα επιχειρεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-χειρώ (πρβλ. αν-επι-χείρητος, δυσ-επι-χείρητος)].