ῥυαδικός: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ryadikos | |Transliteration C=ryadikos | ||
|Beta Code=r(uadiko/s | |Beta Code=r(uadiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥυαδική, ῥυαδικόν, ([[ῥυάς]])<br><span class="bld">A</span> [[like diarrhoea]], Paul.Aeg.6.70.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[suffering from incontinence of urine]], Gal.14.787, Heliod.(?) ap.Orib.45.7.5.<br><span class="bld">2</span> [[suffering from epiphora]] or [[running from the eyes without external cause]], Dem.Ophth. ap. Aët.7.46 (where <b class="b3">ῥοιαδ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396. | |lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ῥυάς]], -[[άδος]]]<br /><b>1.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[ακράτεια]] ούρων<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[ρυάδα]] τών οφθαλμών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥυαδική, ῥυαδικόν, (ῥυάς)
A like diarrhoea, Paul.Aeg.6.70.
II of persons, suffering from incontinence of urine, Gal.14.787, Heliod.(?) ap.Orib.45.7.5.
2 suffering from epiphora or running from the eyes without external cause, Dem.Ophth. ap. Aët.7.46 (where ῥοιαδ-).
German (Pape)
[Seite 850] flußartig, πάθος, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυᾰδικός: -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ ὅμοιος πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν πάθος = ῥυάς, Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥυάς, -άδος]
1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια
2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων
3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών.