σελινούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=selinoysios
|Transliteration C=selinoysios
|Beta Code=selinou/sios
|Beta Code=selinou/sios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[celery-leaved]], κράμβη Eudem. ap. <span class="bibl">Ath.9.369e</span>, Hsch.; but [[σελινοῦσσα]] is cj. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.21.2</span>, Σ. [[πυρός]] is prob. wheat [[of Selinus]] in Sicily; <b class="b3">γῆ Σ</b>. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 35.46</span>, <span class="bibl">194</span>.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[celery-leaved]], κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but [[σελινοῦσσα]] is cj.<br><span class="bld">II</span> in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.21.2, Σ. [[πυρός]] is prob. wheat [[of Selinus]] in Sicily; <b class="b3">γῆ Σ.</b> earth used in adulterating [[indigo]], Dsc.5.155, Plin.''HN'' 35.46, 194.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελῑνούσιος Medium diacritics: σελινούσιος Low diacritics: σελινούσιος Capitals: ΣΕΛΙΝΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: selinoúsios Transliteration B: selinousios Transliteration C: selinoysios Beta Code: selinou/sios

English (LSJ)

α, ον,
A celery-leaved, κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e, Hsch.; but σελινοῦσσα is cj.
II in Thphr. CP 3.21.2, Σ. πυρός is prob. wheat of Selinus in Sicily; γῆ Σ. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, Plin.HN 35.46, 194.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία (κράμβη) sorte de chou frisé.
Étymologie: σέλινον.

Greek (Liddell-Scott)

σελῑνούσιος: -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, κράμβη Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς εἶναι πιθανῶς σῖτος ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία εἶναι χῶμα δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης εἶδος».

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα του σέλινου
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία
κράμβης εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα].
(II)
-ία, -ον, Α Σελινοῦς
φρ. α) «σελινούσιος πυρός» — σιτάρι από τον Σελινούντα
β) «γῆ σελινουσία» — χώμα με το οποίο νοθευόταν το ινδικό, το λουλάκι.