μυρσινοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrsinoeidis
|Transliteration C=myrsinoeidis
|Beta Code=mursinoeidh/s
|Beta Code=mursinoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[myrtle-like]], ὄζοι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>81</span>, cf. Gal.12.31. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., [[shaped like a myrtle leaf]], of an incision, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.44.23.47</span>, <span class="bibl">Aët.15.5</span>. Adv. -δῶς Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.44.8.24</span>, Gal.10.886, <span class="title">Hippiatr.</span> 16. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">μυρσινοειδές, τό,</b> = [[κληματίς]], Dsc.4.7.</span>
|Definition=μυρσινοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[myrtle-like]], ὄζοι ''h.Merc.''81, cf. Gal.12.31.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[shaped like a myrtle leaf]], of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. [[μυρσινοειδῶς]] Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, ''Hippiatr.'' 16.<br><span class="bld">III</span> [[μυρσινοειδές]], τό, = [[κληματίς]], Dsc.4.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />[[semblable au myrte]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυρσῐνοειδής:''' [[похожий на мирт]], [[миртообразный]] (ὄζοι HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυρσῐνοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μυρτιά]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''μυρσῐνοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μυρτιά]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''μυρσῐνοειδής:''' [[похожий на мирт]], [[миртообразный]] (ὄζοι HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυρσῐνο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[myrtle]]-like, Hhymn.
|mdlsjtxt=μυρσῐνο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[myrtle]]-like, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνοειδής Medium diacritics: μυρσινοειδής Low diacritics: μυρσινοειδής Capitals: ΜΥΡΣΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myrsinoeidḗs Transliteration B: myrsinoeidēs Transliteration C: myrsinoeidis Beta Code: mursinoeidh/s

English (LSJ)

μυρσινοειδές,
A myrtle-like, ὄζοι h.Merc.81, cf. Gal.12.31.
II Medic., shaped like a myrtle leaf, of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. μυρσινοειδῶς Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, Hippiatr. 16.
III μυρσινοειδές, τό, = κληματίς, Dsc.4.7.

German (Pape)

[Seite 222] ές, myrthenähnlich, -artig; ὄζοι, H. h. Merc. 81; Galen. im adv.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable au myrte.
Étymologie: μύρσινος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

μυρσῐνοειδής: похожий на мирт, миртообразный (ὄζοι HH).

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυρσίνην, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (Α μυρσινοειδής, -ές)
1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη
2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδές
η κληματίδα, το κλαδί της κληματαριάς.
επίρρ...
μυρσινοειδῶς (ΑΜ)
με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής].

Greek Monotonic

μυρσῐνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μυρτιά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μυρσῐνο-ειδής, ές εἶδος
myrtle-like, Hhymn.